Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρόμημα — και δράμημα, το (AM) 1. τρέξιμο 2. τροχιά, διάρκεια … Dictionary of Greek
δράμημα — το βλ. δρόμημα … Dictionary of Greek
λέσχημα — λέσχημα, τὸ (Α) φλυαρία, κουτσομπολιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. ημα (πρβλ. δρόμος: δρόμημα, τροφή: τρόφημα)] … Dictionary of Greek